Η πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων για την άδεια ειδικού σκοπού ενισχύει τους αντεργατικούς άξονες της κυβερνητικής πολιτικής που ξεκινούν από τον οδοστρωτήρα των αντεργατικών άρθρων του ν. Χατζηδάκη 4808/2021 και φτάνουν μέχρι τις πρόσφατες εγκυκλίους και ανακοινώσεις. Και παρά τις προσεγμένες διατυπώσεις και την άριστη επικοινωνιακή διαχείριση που διασφαλίζουν στο υπουργείο τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, μάς είναι δύσκολο να παραβλέψουμε το μόνιμο, το διακαή πόθο για το ψαλίδισμα των κεκτημένων, του πραγματικού μας μισθού και τον περιορισμό των συνδικαλιστικών μας δικαιωμάτων. Για εμάς, κάθε νέα αντεργατική ανακοίνωση εντάσσεται στον οπισθοδρομικό κυκλώνα της διαρκούς υποτίμησης της εργασίας και της εργατικής μας δύναμης, που αποτυπώνεται στα δεκάδες εργατικά ατυχήματα και δυστυχήματα. Εντάσσεται στη σταθερή αποψίλωση και απαξίωση των θεσμών για τα θέματα της εργασίας, όπως τα ΣΕΠΕ και τα ΚΕΠΕΚ.
Στο ίδιο αντεργατικό μήκος κύματος, στις 27 Γενάρη 2022, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ανάρτησε ανακοίνωση όπου:
α) ορίζονται οι νέοι αναθεωρημένοι, προς τα κάτω, όροι και προϋποθέσεις για την «ειδική άδεια»
β) το ύψος του επιδόματος ασθένειας για την «ειδική άδεια» των εργαζομένων λόγω νόσησης με κορονοϊό
γ) η «ειδική άδεια» των εργαζόμενων γονέων που το παιδί τους νόσησε με κορονοϊό.
Μας προκαλεί εντύπωση η καθυστέρηση του υπουργείου να εκδώσει την σχετική ανακοίνωση. Ειδικά όταν, από τον Δεκέμβρη του 2021, τα κρούσματα καλπάζουν με τριψήφιους αριθμούς, που σημαίνει πως δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι έχουν νοσήσει ή νοσούν με κορονοϊό χωρίς να γνωρίζουν εάν, πότε και πως θα πληρωθούν. Για έναν εργαζόμενο με βασικό μισθό (586 ευρώ καθαρά) τα μεροκάματα που χάνει λόγω νόσησης σε συνδυασμό με την αδιαφορία της κυβέρνησης να δώσει τις κατευθυντήριες γραμμές για το πως θα πληρωθούν αυτά τα μεροκάματα, προκαλεί άγχος, νεύρα, ανασφάλεια και αβεβαιότητα. Συνδυαστικά, δεν είναι καθόλου τυχαία η αλματώδης αύξηση των αντικαταθλιπτικών, αγχολυτικών και ηρεμιστικών φαρμακευτικών σκευασμάτων, που ανιχνεύονται στα λύματα της Αττικής στην Ψυττάλεια είτε σήμερα είτε κατά τη διάρκεια των lockdown και των περιοριστικών μέτρων. Όμως αντί η κυβέρνηση να σταθεί αρωγός στον κόσμο της δουλειάς, επενδύει σταθερά σε μια κατασταλτική και ιδιαίτερη τιμωρητική διαχείριση. Πολιτική που αποκρυσταλλώνεται ξεκάθαρα στις ΚΥΑ της 16/10/21 και της 6/11/21 (βεβαίωση προστίμων σε εργαζόμενους και εργοδότες για τα rapid test.) Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερεα στην ανακοίνωσή μας για τα πρόστιμα εξαιτίας της μη διενέργειας rapid test.
H μεγάλη καθυστέρηση σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της ανακοίνωσης, προκαλεί στην εργατική τάξη μια σειρά από εύλογα ερωτήματα ενώ παράλληλα γεννά αμφιβολίες για την κρατική διαχείριση της καλπάζουσας πανδημίας. Συγκεκριμένα:
α) Δεν είναι αντιεπιστημονικό από την πλευρά του κράτους και την κρατική επιτροπή λοιμοξιολόγων να διατάσσουν για τους νοσούντες με κορονοϊό, αρχικά 15 μέρες καραντίνα, στη συνέχεια 10 και τώρα 5 μέρες;
β) Τα μέτρα αφορούν την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου ή την «εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και της οικονομίας» με οποιοδήποτε (ανθρώπινο) κόστος;
γ) Η κυβέρνηση νομοθετεί με βάση τα συμφέροντα της εργατικής βάσης, της κοινωνικής πλειοψηφίας που (θα έπρεπε να) υπηρετεί ή με βάση τα συμφέροντα του ΣΕΒ και των μεγαλομικρών εργοδοτών;
Η ανακοίνωση προβλέπει:
1ον. Για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα,
α) Δεν δικαιούνται την ειδική άδεια όσοι και όσες μπορούν να εργαστούν με τηλεργασία και «το επιτρέπει η κατάσταση της υγείας τους»
β) για τους υπόλοιπους εργαζόμενους, που δεν μπορούν να εργαστούν με τηλεργασία, η εν λόγω ειδική άδεια χορηγείται μόνο για 5 μέρες και «μπορεί να παραταθεί ως κοινή άδεια ασθενείας μόνο κατόπιν ιατρικής γνωμάτευσης».
Και αναρωτιόμαστε τα εξής:
α) Δεν συνιστά κίνδυνο για την υγεία μας αλλά και για την υγεία του κοινωνικού συνόλου όταν, ως εργαζόμενοι, επιστρέφουμε στο πόστο μας μετά από 5 μέρες άδεια;
β) Πλέον, οι πέντε μέρες φτάνουν για να επανέλθει πλήρως η υγεία μας;
γ) Δεν υπάρχουν συνάνθρωποί μας που νοσούν από κορονοϊό με βαριά συμπτώματα και δεν επαρκούν οι 5 μέρες για να επιστρέψουν στην εργασία τους;
δ) Δεν είναι παράλογο οι βαριά νοσούντες αντί να ανακτούν τις δυνάμεις τους, να πρέπει να αναμετρηθούν με το Γολγοθά της αναζήτησης γιατρού, στο απαξιωμένο δημόσιο σύστημα υγείας, για να τους παραταθεί η άδεια;
2ον. Το επίδομα ασθενείας που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι κατά την ειδική άδεια υπολογίζεται βάση της ισχύουσας νομοθεσίας:
α) Σε περίπτωση απουσίας για 1 έως 3 ημέρες από την εργασία λόγω ασθενείας, για τις οποίες δεν καταβάλλεται επίδομα από το ΙΚΑ, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλλει μόνο το μισό του ημερομισθίου ή του ανάλογου ημερήσιου μισθού.
β) Για την 4η και 5η ημέρα ο εργοδότης καταβάλλει στον εργαζόμενο ολόκληρο το ημερομίσθιο ή την αναλογία ημερήσιου μισθού.
3ον. Για τους εργαζόμενους γονείς που νοσεί από κορονοϊό το παιδί ή τα παιδιά τους.
α) Μόνο ο ένας εκ των δύο εργαζόμενων γονέων δικαιούται μέχρι 5 μέρες ειδικής άδειας.
β) Τις 3 πρώτες μέρες όταν δεν καταβάλλεται επίδομα από το ΙΚΑ, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλλει μόνο το μισό του ημερομισθίου ή του ανάλογου ημερήσιου μισθού.
γ) Την 4η μέρα το ημερομίσθιο ή το ανάλογο του ημερήσιου μισθού καταβάλλεται από τον εργοδότη, με πρόβλεψη επιστροφής του ποσού, από τον κρατικό προϋπολογισμό.
δ) Για την 5η μέρα άδειας, ο εργαζόμενος αποζημιώνεται από τον εργοδότη με το ημερομίσθιο ή το ανάλογο του ημερήσιου μισθού χωρίς κρατική συμμετοχή όμως είναι υποχρεωμένος να κάνει χρήση είτε της άδειας ασθένειας είτε της άδειας διακοπών.
Με λίγα λόγια ο εργαζόμενος γονέας με παιδιά που έχουν νοσήσει από κορονοϊό, δικαιούται 4 μέρες ειδική άδεια και την 5η την αφαιρεί υποχρεωτικά από την άδειά του. Καθόλου δίκαιο, ιδιαίτερα για τους εργαζόμενους γονείς που τα παιδιά τους μπορεί να νοσήσουν όχι μόνο για 4 ή 5 αλλά για πολύ περισσότερες ημέρες.
Τέλος, ο εργαζόμενος γονέας που το παιδί του φοιτά στο Λύκειο ΔΕΝ δικαιούται την «ειδική άδεια». Προφανώς η κυβέρνηση θεωρεί πως τα παιδιά μετά την Γ΄ τάξη του Γυμνασίου δεν νοσούν βαριά από κορονοϊό και επομένως οι γονείς δεν χρειάζεται να είναι σπίτι ή θεωρεί πως τα παιδιά του Λυκείου δεν έχουν ανάγκη καμίας φροντίδας.
Ευτυχώς, στην παρούσα περίοδο, από την ρύθμιση εξαιρούνται τα παιδιά που φοιτούν σε ειδικά σχολεία ή σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, καθώς και ΑMEΑ που, ανεξαρτήτως της ηλικίας τους, είναι ωφελούμενοι σε δομές παροχής υπηρεσιών ανοικτής φροντίδας για άτομα με αναπηρία.
Συνέλευση Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου
Φλεβάρης 2022